- ὄας
- ὄᾱς , ὄαservice-treefem acc plὄᾱς , ὄαservice-treefem gen sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
όον — ὄον και οὖον, τὸ (Α) [όα] ο καρπός τής όας, τής σουρβιάς … Dictionary of Greek
Αδριανίς — Η δέκατη τρίτη αττική φυλή, που προστέθηκε την εποχή του αυτοκράτορα Αδριανού. Προηγουμένως, είχαν προστεθεί στις δέκα αρχικές φυλές η Πτολεμαΐς και η Ατταλίς, από τον Δημήτριο τον Πολιορκητή. Η Α. φυλή περιλάμβανε τους δήμους Βησαέων, Ελαιουσίων … Dictionary of Greek